- χρονογραφία
- η1) работа фельетониста, хроникёра; 2) хроника (в разн. знач ); летопись (ист. ); 3) физ. хронография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρονογραφία — χρονογραφίᾱ , χρονογραφία chronological record fem nom/voc/acc dual χρονογραφίᾱ , χρονογραφία chronological record fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογραφίᾳ — χρονογραφίᾱͅ , χρονογραφία chronological record fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογραφία — η, ΝΜΑ [χρονογράφος] νεοελλ. 1. αφήγηση ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά, χρονικό 2. η συγγραφή χρονογραφημάτων 3. φυσ. (παλ. όρος) χρονομέτρηση νεοελλ. μσν. 1. φιλολογικό είδος με χαρακτήρα λαϊκής συνοπτικής γενικής ιστορίας 2. ως κύριο… … Dictionary of Greek
χρονογραφία — η 1. το έργο του χρονικογράφου. 2. βιβλίο που περιέχει χρονικά. 3. στη φυσική, μέθοδος με την οποία προσδιορίζονται οι χρονικές φάσεις ενός φαινομένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρονογραφίας — χρονογραφίᾱς , χρονογραφία chronological record fem acc pl χρονογραφίᾱς , χρονογραφία chronological record fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογραφίαι — χρονογραφίᾱͅ , χρονογραφία chronological record fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογραφίαν — χρονογραφίᾱν , χρονογραφία chronological record fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύνοψις — Χρονογραφία που αρχίζει από την κοσμογονία και φτάνει έως το 1261, έτος της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Το κείμενό της δημοσίευσε: ο Κ. Ν. Σάθας στον 7o τόμο της Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης (1894, σελ. 1 556). Το… … Dictionary of Greek
χρονογραφιῶν — χρονογραφία chronological record fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονογραφίαις — χρονογραφία chronological record fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek